συγκάρπιο

συγκάρπιο
το, Ν
βοτ. καρπός που προέρχεται από περισσότερα από ένα άνθη, όπως είναι το σύκο και ο ανανάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + καρπός + επίθημα -ιο(ν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παπαρούνα — Kοινή ονομασία διαφόρων ειδών του βοτανικού γένους μήκων (οικογένεια μηκωνιδών, δικοτυλήδονα). Κοινότερο είδος είναι η άγρια π. (μήκων η ροιάς), που συναντιέται άφθονη μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου σε όλη την Ελλάδα, στους ακαλλιέργητους αγρούς, στους …   Dictionary of Greek

  • αλισματίδες — (alismaceae). Οικογένεια ελόβιων μονοκότυλων. Περιλαμβάνει φυτά υδροχαρή, ποώδη, λεία, με φύλλα μακρόμισχα που φέρουν κολεό. Έχει άνθη ακτινωτά, αρσενικά και θηλυκά μαζί, που έχουν τρία σέπαλα και τρία πέταλα. Ο καρπός τους είναι συγκάρπιο από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”